ἀμοιβαίως

ἀμοιβαίως
ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος
giving like for like
adverbial
ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος
giving like for like
masc acc pl (doric)
ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος
giving like for like
adverbial
ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος
giving like for like
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμοιβαίος — α, ο (Α ἀμοιβαῖος, ον και ος, α, ον) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον μσν. αυτός που απαντά όπως στον διάλογο αρχ. το ουδ. ως ουσ. ἀμοιβαῖα α) οι διάλογοι σε τραγωδία β) είδος λαϊκού τραγουδιού …   Dictionary of Greek

  • NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντιβιβρώσκω — ἀντιβιβρώσκω (Μ) τρώω κι εγώ αμοιβαίως …   Dictionary of Greek

  • ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …   Dictionary of Greek

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • παγκόσμιος — α, ο (ΑΜ παγκόσμιος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο νεοελλ. 1. φρ. α) «παγκόσμια έλξη» η ιδιότητα τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο άλλο β) «παγκόσμια… …   Dictionary of Greek

  • συμμεταβάλλω — Α [μεταβάλλω] 1. μεταβάλλω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο 3. (μέσ. και παθ.) συμμεταβάλλομαι α) αλλάζω γνώμη μαζί με άλλον β) αλλάζω θέση και παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …   Dictionary of Greek

  • συνθάλπω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α 1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω 2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”